Ένας γεωργός είχε πολλά παιδιά, αλλά ήταν δυστυχισμένος γιατί τα παιδιά μάλωναν μεταξύ τους και με τον πατέρα τους. Ο πατέρας τους έλεγε πολλά για να τους μονοιάσει, δεν άκουγαν. Τότε τους είπε: φέρτε μου ο καθένας σας ένα ραβδί. Πήγανε και του φέρανε.
Ο πατέρας έδεσε μαζί όλα τα ραβδιά σε μια δέσμη, και τους είπε: «Ποιος από σας μπορεί να σπάσει αυτήν τη δέσμη;»
Όλα τα παιδιά προσπάθησαν, κανένας δεν μπόρεσε να σπάσει τη δέσμη. Έπειτα ο πατέρας έλυσε τη δέσμη και είπε: «Μπορεί ο καθένας σας να σπάσει ένα ραβδί;»
Τα παιδιά έπιασαν τα ραβδιά ένα ένα τα έσπασαν με ευκολία. Τότε ο πατέρας είπε: «Όπως σπάσατε αυτά τα ραβδιά, τόσο εύκολα θα σας τσακίσουν οι εχθροί αν είστε χωριστά ο καθένας και μαλώνετε μεταξύ σας. Αν όμως έχετε ομόνοια, κανείς δεν θα μπορέσει να σας βλάψει, όπως κανένας σας δεν μπόρεσε να σπάσει όλα τα ραβδιά μαζί.»
Γεωργοῦ παῖδες στασιάζοντες
Γεωργοῦ παῖδες στασιάζοντες
Γεωργοῦ παῖδες ἐστασίαζον. Ὁ δέ, ὡς πολλὰ παραινῶν οὐκ ἠδύνατο πεῖσαι αὐτοὺς λόγοις μεταβάλλεσθαι, ἔγνω δεῖν διὰ πράγματος τοῦτο πρᾶξαι, καὶ παρῄνεσεν αὐτοῖς ῥάβδων δέσμην κομίσαι. Τῶν δὲ τὸ προσταχθὲν ποιησάντων, τὸ μὲν πρῶτον δοὺς αὐτοῖς ἀθρόας τὰς ῥάβδους ἐκέλευσε κατεάσσειν. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ πᾶν βιαζόμενοι οὐκ ἠδύναντο, ἐκ δευτέρου λύσας τὴν δέσμην, ἀνὰ μίαν αὐτοῖς ῥάβδον ἐδίδου. Τῶν δὲ ῥᾳδίως κατακλώντων, ἔφη· «Ἀτὰρ οὖν καὶ ὑμεῖς, ὦ παῖδες, ἐὰν μὲν ὁμοφρονῆτε, ἀχείρωτοι τοῖς ἐχθροῖς ἔσεσθε· ἐὰν δὲ στασιάζητε, εὐάλωτοι.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοσοῦτον ἰσχυροτέρα ἐστὶν ἡ ὁμόνοια ὅσον εὐκαταγώνιστος ἡ στάσις.
πηγή